- υαλοποιήσιμος
- -η, -ο, Ν [υαλοποίηση]αυτός που επιδέχεται υαλοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υαλοποιήσιμος — η, ο που μπορεί να υαλοποιηθεί, που επιδέχεται υαλοποίηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)